- σκουπιδιάρικος
- η , ο относящийся к уборке мусора; мусороуборочный;
σκουπιδιάρικό κάρρο — мусороуборочная машина
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σκουπιδιάρικό κάρρο — мусороуборочная машина
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σκουπιδιάρικος — η, ο, Ν [σκουπιδιάρης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σκουπιδιάρη ή στα σκουπίδια 2. το ουδ. ως ουσ. το σκουπιδιάρικο όχημα αποκομιδής τών απορριμμάτων από τους δρόμους, το απορριμματοφόρο … Dictionary of Greek
σκουπιδιάρικος — η, ο αυτός που αναφέρεται στο σκουπιδιάρη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)